- πρωτογενής
- ης, ες1) см. πρωτότοκος; 2) перен. см. πρωτόγονος; 3) геол первичный;
πρωτογενή εδάφη — первичные породы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτογενή εδάφη — первичные породы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πρωτογένης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτογένης masc nom sg Πρωτογένης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… … Dictionary of Greek
παλαιοζωικός ή πρωτογενής αιώνας — Γεωλογικός αιώνας, που ονομάστηκε πρωτογενής όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ύπαρξη αρχαιότερων εδαφών, των αρχαιοζωικών· σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος παλαιοζωικό. Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού αποτέθηκαν παχιά στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων… … Dictionary of Greek
πρωτογενῆ — πρωτογενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτογενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένει — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πρωτογένεϊ , Πρωτογένης masc dat sg (epic ionic) Πρωτογένης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογένη — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πρωτογένης masc acc sg (attic epic doric) Πρωτογένης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖ — πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτογενής first born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενεῖς — πρωτογενής first born masc/fem acc pl πρωτογενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογενές — πρωτογενής first born masc/fem voc sg πρωτογενής first born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτογενῶν — Πρωτογένης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)